εἰσφορά — εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc/acc dual εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορᾷ — εἰσφορά carrying fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισφορά — η 1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο. 2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές. 3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσφοράν — εἰσφορά̱ν , εἰσφορά carrying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοράς — εἰσφορά̱ς , εἰσφορά carrying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραῖς — εἰσφορά carrying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραί — εἰσφορά carrying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορᾶς — εἰσφορά carrying fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορῶν — εἰσφορά carrying fem gen pl εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)